Παραδοσιακές ιστορίες από την Ικαρία
Οι καλιτσάντεροι, αυτά τα μυστηριώδη ανθρωπόμορφα πλάσματα, πρωταγωνιστούν στις χριστουγεννιάτικες λαϊκές δοξασίες της Ικαρίας. Με κέρατα, γένια και δέρμα ζώων, οι καλιτσάντεροι έρχονταν από τη Μύκονο, ταξιδεύοντας μέσα σε μικρά καρυδότσουφλα. Έκαναν την εμφάνισή τους την παραμονή των Χριστουγέννων και έφευγαν μόλις «αγιάζονταν τα νερά» την παραμονή των Θεοφανείων.
Η πονηριά του “Απατού Μου”
Μια από τις πιο αγαπημένες ιστορίες μιλά για έναν Ικαριώτη που έψηνε το παραδοσιακό “γιαμπάπι”. Όταν ένας καλιτσάντερος μπήκε στο σπίτι και τον ρώτησε πώς τον λένε, εκείνος απάντησε «Απατό μου». Με θάρρος και πονηριά, ο νοικοκύρης τον χτύπησε με τη σούβλα στα μάτια και ο καλιτσάντερος βγήκε τρέχοντας, φωνάζοντας πως τον έκαψε “ο Απατός του”. Οι σύντροφοί του, πιστεύοντας πως αυτοτραυματίστηκε, έφυγαν έντρομοι.
Η σωτηρία με μια “σουφλιμάρα”
Άλλη αφήγηση διηγείται πώς ένας γέρος κατάλαβε το σχέδιο των καλιτσάντερων να του κλέψουν το χοίρο. Με κάπα στους ώμους και τη σούβλα στα χέρια, φωνάζοντας για βοήθεια, τους τρομοκράτησε. Οι καλιτσάντεροι, βλέποντας τις σπίθες από το αλάτι που έριξε στη φωτιά, έτρεξαν μακριά, αφήνοντας τον γέρο και το χοίρο του σώους.
Έθιμα και παραδόσεις
Οι Ικαριώτες είχαν τους δικούς τους τρόπους για να αποτρέψουν τις σκανταλιές. Έριχναν αλάτι έξω από την πόρτα, κρατούσαν τη φωτιά αναμμένη και κλείδωναν το σπίτι με το μάνταλο, αποφεύγοντας να ανοίξουν μέχρι το ξημέρωμα. Η φοβερή μορφή των καλιτσάντερων ενίσχυε το μυστήριο και τον φόβο γύρω από αυτά τα πλάσματα. Μέσα από αυτές τις ιστορίες, οι καλιτσάντεροι γίνονταν οι «πρωταγωνιστές» των χειμωνιάτικων βραδιών, κρατώντας ζωντανή την λαϊκή παράδοση του νησιού και κάνοντας το Δωδεκαήμερο στην Ικαρία μαγικό και αξέχαστο.
Η Πολιτιστική Παρακαταθήκη
Οι ιστορίες των καλιτσάντερων, πέρα από την ψυχαγωγική τους αξία, προσφέρουν μια ματιά στις κοινωνικές αντιλήψεις, τη ντοπιολαλιά και τις συνήθειες των Ικαριωτών. Η δύναμη της αφήγησης και της λαογραφίας διατηρεί ζωντανή αυτή τη συναρπαστική πτυχή της πολιτιστικής κληρονομιάς του νησιού, γεμίζοντας τις νύχτες με παραμυθένιες ιστορίες.
Διαβάστε την πρώτη ιστορία όπως την αφηγήθηκε η Μαρία Κοτσορνίθη στο Γεώργιο Σπυριδάκη στο Μάραθο το 1962.
Καλιτσάντεροι
Μια φορά εκατέβηκε ένα Καλιτσάντερος από το φονάρο κ’έκανε το μουσαφίρη στο νοικοκύρη και του κουβέντιαζε για να βρούν ευκαιρία οι άλλοι να του κλέψουν το χοίρο. Ο γέρος το κατάλαβε. Αλλά αυτός ήβαλε μια σουφλιμάρα (μπριζόλα) στη σούβλα και την έψηνε στα κάρβουνα και την εβούτα και στη στάχτη. Ο Καλιτσάντερος τον ρωτά ‘’γιατί βάλλεις τη σουφλιμάρα μέσ’ στη στάχτη ;> Του λέει αυτός πως το παλληκάρι του του αρέσει έτσι. Στο μεταξύ ευρήκε ο γέρος ευκαιρία και του δωσε μια με τη σουφλιμάρα στα μάτια και τον εστράβωσε. Ύστερα που έκανε να φύγη ο Καλιτσάντερος ο γέρος τον εσούβλισε στη πλάτη κ’έμεινε η σούβλα καρφωμένη στην πλάτη του. Ο γέρος μετά για να σωθή εσηκώθηκε κ’έβαλε μια μεγάλη κάπα και φωνάζει παιδιά παλληκάρια τρέξετε να με βοηθήσετε. Έπιασε και αλάτι μια φούχτα και τόρριξε στη φωτιά κ’έκανε κρότους. Οι Καλιτσάντεροι που ήκουσαν τις φωνές και είδαν και την κάπαν του εφοβήθησαν κ’έφυγαν. Έτσι εσώθηκε ο γέρος και δεν του πήραν το γουρούνι.
Ακόμη μία ιστορία που την αφηγήθηκε ο Δημ. Κουτήφαρης στο Γεώργιο Σπυριδάκη το 1962 στο Τραγοστάσι:
Καλιτσαντέροι
Οι Καλιτσαντέροι ελέγανε οι παλιοί πως ερχόντανε από τη Μύκονο το σαραντάμερο. Ήσαν σαν άνθρωποι, εγυρίζανε τα Χριστουγενόσκολα την νύχτα κ’εμπαίνανε μέσα στα σπίτια. Στην Ικαρία είχαμε σούβλες σιδιρένιες που τις λέγαμε αρφάδια επερνούσαμε σ’αυτές τις σούβλες το κρέας και το ψήναμε γυρίζοντάς το πάνω στα κάρβουνα. Αυτό το κρέας το λέγαμε γιαμπάπι. Όταν ήψηνε το γιαμπάπι ένας Ικαριώτης μπαίνει μέσα ένας Καλιτσάντερος κ’ερώτησε το νοικοκύρη που έφτειανε το γιαμπάπι πως τον λένε. Λέει αυτός με λένε ‘’Απατό μου’’. Εκεί που έψηνε το κρέας φέρνει του Καλιτσαντέρου με το αρφάδι μια στα μάτια. Ο Καλιτσάντερος βγήκε όξω και φώναζε τρέχουν οι άλλοι Καλιτσάντεροι και τον ρωτούν να κάψη ο Θεός το φώς του κ’ η αλαύρα (φωτιά) τα παιδιά ντου’’. Οι άλλοι που τον άκουσαν ότι τον έκαψε ο Απατός του, δηλ. εκάη μόνος, εσηκώθηκαν κ’εφύγανε.
📖 Πηγές:
- Κέντρο Ελληνικής Λαογραφίας
- Προσωπικό ιστολόγιο του Ζαχαρία Λιγνού
- Βιβλίο «Νικαριώτικα Πούλουδα» – Γιάννης Δ. Στενός