7.3 C
Ikaria
Κυριακή, 24 Νοεμβρίου, 2024
- Advertisement -

Άρθρο της Σοφίας Καλογρίδη στην Εφημερίδα των Συντακτών (Α΄ Μέρος / 24.05.21)

Δείτε επίσης

Ο γιορτασμός των 200 χρόνων της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 και η Μεταρρύθμιση στην Εκπαίδευση που δεν έγινε!

Η Σοφία Καλογρίδη είναι καθηγήτρια – σύμβουλος του Ελληνικού Ανοιχτού Πανεπιστημίου και γραμματέας του Συλλόγου Ικάριων Επιστημόνων.

Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο

Το 2021 αποτελεί μία συμβολική χρονιά για την Ελλάδα, καθώς η χώρα μας γιορτάζει την επέτειο των 200 χρόνων από την κήρυξη της επανάστασης του 1821, του αγώνα για την ελευθερία και την εθνική της ανεξαρτησία. Η επέτειος των 200 χρόνων είναι μία σημαντική ευκαιρία για να ξαναθυμηθούμε και να τιμήσουμε αυτήν τη μεγαλειώδη περίοδο της ιστορίας μας, που μας άφησε μια σημαντική κληρονομιά. Ταυτόχρονα, όμως, είναι και ευκαιρία για να μελετήσουμε αυτήν την πορεία των 200 χρόνων του ελληνικού έθνους-κράτους, να αναλογιστούμε τις επιτυχίες, αλλά και τα λάθη και, κυρίως, να αντλήσουμε διδάγματα για το μέλλον.

 Ένα έθνος είναι μια ψυχή, μια πνευματική αρχή που είτε την προσεγγίζουμε από την πλευρά του Ρομαντισμού είτε από την πλευρά του Διαφωτισμού1 συγκροτείται σε δύο άξονες. Ο ένας είναι το παρελθόν και ο άλλος το παρόν. Το παρελθόν είναι η κοινή κτήση μια πλούσιας κληρονομιάς αναμνήσεων. Η βεβαιότητα ότι το παρελθόν δεν αλλάζει μας καθησυχάζει σ’ ένα βαθμό. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο και με το παρόν. Το παρόν προϋποθέτει τη συναίνεση, την επιθυμία να θέλουμε να συνεχίσουμε όλοι μαζί αυτή την κοινή κληρονομιά, κρατώντας την αδιαίρετη. Τ

ο γεγονός, ότι είμαστε αυτόνομες υπάρξεις που συμφωνούμε και διαφωνούμε, καθιστά την ύπαρξη μιας κοινής αντίληψης ένα δύσκολο στοίχημα. Γιατί δεν δέχονται όλοι οι πολίτες παθητικά αυτή την κληρονομιά. Υπάρχουν κάποιοι που επιλέγουν να αποδεχτούν ορισμένα γεγονότα, κάποιοι που επιλέγουν να αναδείξουν τις αρνητικές όψεις αυτής της κληρονομιάς τους και να στοχαστούν κριτικά πάνω σε αυτές και κάποιοι που επιλέγουν να προσεγγίσουν αυτήν την κληρονομιά αρνητικά στο σύνολό της. Αυτό συμβαίνει, επειδή το παρελθόν δεν είναι μόνο ένα παρελθόν δόξας, ηρωισμού, μεγαλείου, αλλά είναι και ένα παρελθόν εθνικών διχασμών, δολοπλοκιών, εμφυλίων πολέμων, μαζικών θανάτων, κατάργησης βασικών ελευθεριών των πολιτών. Ας σκεφτούμε για παράδειγμα ότι δίπλα στα ηρωικά γεγονότα της επανάστασης του 1821 διαδραματίστηκαν οι εμφύλιοι πόλεμοι, οι οποίοι ξεκίνησαν από το 2ο κιόλας έτος της κήρυξής της. Στο πλαίσιο αυτό, η ενότητα ενός έθνους αποτελεί ένα καθημερινό δημοψήφισμα.

Αν το ζητούμενο λοιπόν είναι να διατηρήσουμε όσο γίνεται αδιαίρετη αυτήν την κληρονομιά, πρέπει να αναρωτηθούμε πώς μπορεί να γίνει αυτό αν δίπλα στην ανάδειξη της δόξας, του ηρωισμού και του μεγαλείου των Ελλήνων, που επαναστάτησαν για την απόκτηση της ελευθερίας του έθνους, δεν αποκαλύψουμε και τις αρνητικές όψεις της; Αν δεν στοχαστούμε κριτικά πάνω σε αυτές, αλλά και στα γεγονότα που διαδραματίστηκαν σ’ αυτήν την πορεία των 200 χρόνων; Αν δεν επαγρυπνούμε για μην επαναληφθούν τουλάχιστον οι χειρότερες, σκοτεινές περίοδοί της;

Οι εμπνευστές των εθνών-κρατών, τα οποία διαδέχθηκαν τη φεουδαρχία, γνώριζαν πολύ καλά ότι και αυτοί οι θεσμοί δεν θα είναι αιώνιοι, θα χαθούν κάποτε. «Όλα θα τελειώσουν για τα έθνη-κράτη όπως άρχισαν, παραχωρώντας τη θέση τους και αυτά σε νέες μορφές διακυβέρνησης των πολιτών», υποστήριξε ο J. E. Renan σε μία μνημειώδη διάλεξή του2. Και είναι προφανές ότι η παγκοσμιοποίηση επιταχύνει αυτήν την εξέλιξη.

Όμως, δεν βρισκόμαστε ακόμα σε αυτό το σημείο. Είμαστε στο σημείο, όπου η κοινή συμβίωση απαιτεί εύλογα μια κριτική σχέση με το παρελθόν, με στόχο την ανάδειξη-αξιοποίηση των θετικών και την αποφυγή των αρνητικών όψεών του. Η κρίση του δυτικού κόσμου, αναφέρει ο Κορνήλιος Καστοριάδης, «συνίσταται ακριβώς στο ότι παύει να θέτει τον εαυτό του υπό αμφισβήτηση….. Αλλά το να θέτεις πραγματικά τον εαυτό σου υπό αμφισβήτηση είναι το βαθύτερο μυστικό της εκπληκτικής και άνευ προηγουμένου αναζήτησης για αυτοβελτίωση»3.

Με βάση αυτόν τον προβληματισμό, αναφερόμαστε στην πορεία των εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων στην Ελλάδα, οι οποίες διαχρονικά καταδείχθηκαν ανέφικτες! Η Παιδεία και η εκπαίδευση αποτελούν έναν από τους πιο σημαντικούς πυλώνες του πολιτεύματος και επιπλέον ταυτίζονται με τον πολιτισμό της κάθε κοινωνίας. Ο γιορτασμός των 200 χρόνων από την ελληνική επανάσταση του 1821 μας δίνει τη δυνατότητα να αντλήσουμε ιστορική και κοινωνική γνώση και από άλλα πεδία, όπως αυτό της εκπαίδευσης, χωρίς να επικεντρωνόμαστε μόνο στα πολεμικά και στα πολιτικά γεγονότα.

Στη χώρα μας η εκπαίδευση έχει μια επώδυνη πορεία από την ίδρυση κιόλας του ελληνικού κράτους, πορεία που εκφράζεται πλήρως στον τόσο εύστοχο τίτλο του πολύτιμου έργου του Ιστορικού Αλέξη Δημαρά, με τίτλο: «Η Μεταρρύθμιση που δεν έγινε». Σχεδόν 200 χρόνια λειτουργίας του ελληνικού κράτους και βρισκόμαστε πάντα στο ίδιο σημείο: Να εκκρεμεί ΠΑΝΤΑ μια μεταρρύθμιση της εκπαίδευσης, που θα ανταποκρίνεται στις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας, στις ανάγκες του σήμερα4.

Στο κείμενο αυτό θα γίνουν αναφορές πολύ συνοπτικά στις πιο σημαντικές μεταρρυθμιστικές προσπάθειες του εκπαιδευτικού συστήματος της χώρας μας, από την περίοδο του Ιωάννη Καποδίστρια μέχρι σήμερα. Ο στόχος είναι με αφορμή τον γιορτασμό των 200 χρόνων από την ελληνική επανάσταση να ξαναδούμε με κριτική διάθεση τις παλινωδίες, τις δυσλειτουργίες, τις αντιφάσεις των εκπαιδευτικών πολιτικών, που ασκήθηκαν διαχρονικά στο πεδίο της εκπαίδευσης. Να ξαναδούμε τις μεταρρυθμίσεις αλλά και τις αντιμεταρρυθμίσεις. Να κατανοήσουμε την ανάγκη πραγματοποίησης αλλαγών στην εκπαίδευση, που μερικές από αυτές προτάθηκαν ήδη από τις αρχές ίδρυσης του ελληνικού κράτους, αλλά δεν υλοποιήθηκαν. Αλλαγές που να ανταποκρίνονται στη σημερινή ελληνική κοινωνία, αξιοποιώντας και την πολύτιμη εμπειρία των μεταρρυθμιστικών προσπαθειών του εκπαιδευτικού μας συστήματος, στο βάθος των 200 αυτών χρόνων.

  • Ο Ιωάννης Καποδίστριας και οι πρώτες προσπάθειες συγκρότησης του εκπαιδευτικού συστήματος

Το πρώτο ελληνικό Σύνταγμα (Γενάρης 1822), με το οποίο ορίσθηκε η πρώτη γενική κυβέρνηση της Ελλάδας, δεν περιείχε κανένα άρθρο που να αφορά στην εκπαίδευση. Το ανακοινωθέν της Γερουσίας, το 1822, ωστόσο εισηγείται υποχρεωτική και δωρεάν εκπαίδευση. Σε αυτό προσκαλούνται οι εκπαιδευτικοί, που μπορούν να διδάξουν με την αλληλοδιδακτική μέθοδο τους νέους, να σπεύσουν να διδάξουν και διατάσσει τους γονείς να ασχοληθούν με την εκπαίδευση των παιδιών τους5. Η αλληλοδιδακτική6 θα είναι η επίσημη μέθοδος διδασκαλίας στο ελληνικό σχολείο μέχρι και το 1880.

Πέντε περίπου χρόνια μετά, στη Γενική Συνέλευση της Τροιζήνας (1827) εκλέγεται πρώτος Κυβερνήτης του νεοσύστατου κράτους ο Ιωάννης Καποδίστριας. Ο Καποδίστριας φθάνει στην Ελλάδα στις 18 Ιανουαρίου του 1828 και αναλαμβάνει τη διακυβέρνηση μιας χώρας ερειπωμένης με ανύπαρκτο κράτος. Αυτήν την κατάσταση την περιέγραψε ο ίδιος γλαφυρά στον Γεωργάκη Μαυρομιχάλη, ως εξής:

«Είδα πολλά εις την ζωή μου, αλλά σαν το θέαμα όταν έφθασα εδώ εις την Αίγινα δεν είδα τι παρόμοιο ποτέ, και άλλος να μην το ιδεί… ‘‘Ζήτω ο κυβερνήτης, ο σωτήρας μας, ο ελευθερωτής μας!’’ εφώναζαν γυναίκες αναμαλλιάρες, άνδρες με λαβωματιές πολέμου, ορφανά γδυτά, κατεβασμένα από τις σπηλιές. Δεν ήταν το συναπάντημά μου φωνή χαράς, αλλά θρήνος. …{και συνεχίζει). Μου εδώσατε τους χαλινούς του κράτους. Τίνος κράτους; Μετρούμε είς τα δάκτυλα την επικράτειάν μας. Τ’ Ανάπλι, την Αίγιναν, Πόρο, Ύδρα, Κόρινθο, Μέγαρα, Σαλαμίνα. Ο Ιμπραΐμης κρατεί τα κάστρα και το μεσόγειο της Πελοποννήσου, ο Κιουτάγιας την Ρούμελη… Πού το θησαυροφυλάκιο του Έθνους; Ακούω ότι επουλήσατε και τη δεκατία του φετεινού έτους, πριν σπαρθεί ακόμα το γέννημα. Ο τόπος είναι χέρσος, σπάνιοι οι κάτοικοι… Το δημόσιο είναι πλακωμένο από δύο εκατομμύρια λίρες στερλίνες, άλλα τόσα ζητούν οι στρατιωτικοί, η γη είναι υποθηκευμένη στους Άγγλους δανειστές7…..».

Σε αυτές τις τραγικές συνθήκες, που επείγοντα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα επιζητούν άμεσα λύση και η εκπαίδευση υπήρξε μία από τις πρώτες προτεραιότητες στις πολιτικές επιλογές του νέου Κυβερνήτη.

Για να αντιμετωπισθεί με τον καλύτερο τρόπο το εκπαιδευτικό πρόβλημα ο Ι. Καποδίστριας αξιοποίησε τις προτάσεις της 5μελούς Επιτροπής που είχε συγκροτηθεί το 1824 με Πρόεδρο τον Άνθιμο Γαζή. Στην περίοδο 1828-1831 σχεδιάστηκαν οι τρεις βαθμίδες εκπαίδευσης και εξασφαλίστηκε η λειτουργία του «Αλληλοδιδακτικού», του «Προκαταρκτικού ή Προτύπου» και του «Κεντρικού» Σχολείου. Ιδρύθηκε η Εκκλησιαστική Σχολή στον Πόρο, η Γεωργική Σχολή στην Τίρυνθα και η Σχολή Δασκάλων στο Άργος.

Ο Καποδίστριας φρόντισε ακόμα από την πρώτη στιγμή για την περίθαλψη και την εκπαίδευση των ορφανών του πολέμου. Προγραμμάτισε την ίδρυση του πρώτου Πανεπιστημίου της χώρας. Η προσπάθεια συγκρότησης του εκπαιδευτικού συστήματος όμως διακόπτεται από τη δολοφονία του στο Ναύπλιο, στις 27 Σεπτεμβρίου του 1831. Στα ελάχιστα χρόνια της διακυβέρνησής του, αλλά και μετά μέχρι την έλευση του Όθωνα, μια αισιόδοξη προοπτική φαίνεται ότι διαμορφώνεται για τη συγκρότηση του εκπαιδευτικού μας συστήματος: Το άρθρο 28 του Ηγεμονικού Συντάγματος του Ναυπλίου (1832) αναφέρει:

«Όλοι οι Έλληνες έχουν το δικαίωμα να αποκτώσι μέρος των υλικών και ηθικών αγαθών, οίον κτήματα και χρήματα και παιδείαν και να απολαύσουσι μετ’ ασφαλείας τους καρπούς των πόνων των. Να συσταίνωσι καταστήματα παιδευτικά, βιομηχανίας και τεχνών και να φροντίζωσι περί της ιδίας αυτών και των ιδίων τέκνων ευπορίας και εκπαιδεύσεως συμμορφούμενοι με τους τεθησομένους περί τούτων νόμων8».

Η περίοδος αυτή είναι η μόνη ίσως στην ιστορία του εκπαιδευτικού μας συστήματος που μπορεί να μιλήσει κανείς για ομοψυχία των Ελλήνων στις αξίες και στις προτεραιότητες της παιδείας. Όπως αναφέρεται στο ανακοινωθέν της Γερουσίας το 1822: «….Η παιδεία είναι τόσο αναγκαία εις τον άνθρωπον δια την ανάπτυξη του λογικού του, όσον είναι αναγκαίο η τροφή δια την συντήρισιν της ζωής του9».

  • Η εκπαίδευση στην περίοδο της βασιλείας του Όθωνα (1833-1862)

Το 1831 ο Καποδίστριας δολοφονείται και οι προστάτιδες δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία) επιβάλλουν στους Έλληνες τη μοναρχία. Ο νέος Βαυαρός πρίγκιπας Όθωνας, που επιλέχθηκε για μονάρχης, φθάνει στην Αθήνα συνοδευόμενος από το «Συμβούλιο Αντιβασιλείας» ως ανήλικος. Οι Βαυαροί υιοθετούν τις προτάσεις της επιτροπής Α. Γαζή για τις τρεις βαθμίδες της εκπαίδευσης, τις οποίες προσαρμόζουν στο γερμανικό σύστημα, προτάσσουν ωστόσο τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και υποτιμούν τη χειρωνακτική εργασία. Μπαίνουν έτσι οι βάσεις για την απαξίωση της τεχνικής εκπαίδευσης, που από τότε δεν βρήκε ποτέ τη θέση της στην ελληνική εκπαίδευση και στην ελληνική κοινωνία.

Ένας εισαγόμενος κλασικισμός και μια εκπαίδευση «αριστοκρατική» αναδεικνύεται ως το μοντέλο της νεοελληνικής εκπαίδευσης. Προτεραιότητα αποκτά η αρχαιότητα, ο βυζαντινισμός, τα αρχαία ελληνικά ενώ αγνοείται η δημοτική, η γλώσσα του λαού. Οι μαθητές, στη συντριπτική πλειοψηφία παιδιά φτωχών οικογενειών, έρχονται ξυπόλητοι, ιδιαίτερα στην ελληνική επαρχία, να φοιτήσουν σε ερειπωμένα σχολικά κτίρια, όπου καλούνται να μάθουν ανάγνωση και γραφή από αναγνωστικά με κείμενα, όπως: «Οι χοίροι ιύζουσιν, τα χοιρίδια κοΐζουσιν, οι όφεις ιύζουσιν10». Σε μια γλώσσα, δηλαδή, που καμιά σχέση δεν είχε με την καθημερινή τους γλώσσα, τη γλώσσα των γονιών τους, τη γλώσσα της κοινότητάς τους. Η αποτυχία για μεγάλο μέρος των μαθητών αυτών ήταν αναπόφευκτη.

  • Η Εκπαιδευτική Μεταρρύθμιση του 1913

Για τα επόμενα χρόνια και μέχρι το 1880 η ελληνική εκπαίδευση κυριαρχείται από την αρχαιολατρεία και τον λογιοτατισμό. Το 1880 όμως είναι έτος ορόσημο για την Ελλάδα. Η χώρα αρχίζει να αφυπνίζεται από τον μακάριο ύπνο των αυταπατών της από τις αγκυλώσεις και την αδράνεια, από την άγονη αρχαιολαγνεία και την αυταρχική ακαμψία των Βαυαρών11. Η άνοδος του Χ. Τρικούπη στην κυβερνητική εξουσία το 1880 είναι ακριβώς το πολιτικό απότοκο της συσπείρωσης των νέων αυτών δυνάμεων για να δράσουν συλλογικά, για να ανοίξουν τον δρόμο των Ελλήνων αστών προς την πολιτική εξουσία.

Ακολουθεί η τραγική ήττα στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, πόλεμος που προκλήθηκε από τον μεγαλοϊδεατισμό και την προγονοπληξία, που είχαν εκθρέψει την εθνική συνείδηση για πολλά χρόνια. Αποτέλεσμα αυτού ήταν η πολεμική πανωλεθρία, η εθνική ταπείνωση, η χαριστική βολή στη μεγάλη ιδέα, αλλά και στην απόλυτη κυριαρχία του παλιού κόσμου. Η ήττα ενισχύει ακόμα περισσότερο αυτήν την αφύπνιση του έθνους και το αίσθημα αυτογνωσίας, με αποτέλεσμα νέες δυνάμεις να εμφανιστούν στο πολιτικό προσκήνιο, δυνάμεις που προβάλλουν δυναμικά τον αστικό εκσυγχρονισμό της χώρας.

Στο πλαίσιο αυτού του κλίματος διαμορφώνεται το κίνημα του δημοτικισμού στην εκπαίδευση, που συγκροτείται, επίσης, «ως κίνημα για τον εκσυγχρονισμό της χώρας, για τη στροφή της νεοελληνικής κοινωνίας προς τις ζωντανές, σύγχρονες αξίες και τις αυθεντικές παραδόσεις της, τις ρίζες της νεοελληνικής ζωής. Τη μεγάλη συνάντηση με τη σύγχρονη ιστορία της και τον λαϊκό της πολιτισμό. Το γλωσσικό ζήτημα αναδεικνύεται το δραστικό όπλο για να χτυπηθεί η διγλωσσία και ο λογιοτατισμός, που αποπροσανατόλιζε τη ζωή του έθνους και κρατούσε τον λαό έξω από τα ζωντανά του προβλήματα, από τον σύγχρονο κόσμο, μακριά από την ίδια τη ζωή»12.

Οι αγώνες για την καθιέρωση της δημοτικής κρύβουν μια δυναμική, που υπερβαίνει τα όρια του γλωσσικού ζητήματος. Αμφισβητούνται οι παραδοσιακές αξίες της ηθικής, της θρησκείας, της παιδαγωγικής, με αποτέλεσμα οι συντηρητικές δυνάμεις να αντεπιτεθούν. Ξεσπούν αιματηρά γεγονότα, όπως: τα Ευαγγελικά (1901) για τη μετάφραση του Ευαγγελίου στη δημοτική με πρωτοβουλία της βασίλισσας Όλγας, τα Ορεστειακά (1903) για τη μετάφραση στη δημοτική της τριλογίας του Αισχύλου «Ορέστεια», κά.13 Οι αγώνες αυτοί μεγαλώνουν, όμως, ακόμα περισσότερο την πίστη ότι η καθαρεύουσα δεν μπορεί να είναι πια η επίσημη γλώσσα του σχολείου, η επίσημη γλώσσα του κράτους.

Πρώτος ο Γιάννης Ψυχάρης με το “Ταξίδι” δίνει το έναυσμα για την προσπάθεια καθιέρωσης της δημοτικής και συμπορεύονται σ’ αυτήν οι πιο σημαντικές, πνευματικές προσωπικότητες της εποχής, όπως: ο Φώτης Φωτιάδης, ο Στέφανος Ράμας (Μάρκος Τσιριμώκος), ο Ανδρέας Καρκαβίτσας, ο Ιωάννης Κονδυλάκης, ο Ίωνας Δραγούμης, ο Λάμπρος Πορφύρας, ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου, η Πηνελόπη Δέλτα και βέβαια ο μεγάλος μας ποιητής Κωστής Παλαμάς. Αλλά και ο Διονύσιος Σολωμός, ο εθνικός μας Ποιητής, από το 1826 στον “Διάλογο” είχε εναντιωθεί στην καθαρεύουσα, χωρίς όμως να εισακουσθεί. Όλοι αυτοί συντάσσονται σ’ αυτήν τη μεγάλη προσπάθεια. Ο δρόμος για τον δημοτικισμό έχει πλέον ανοίξει.

Το 1910 ιδρύεται ο Εκπαιδευτικός Όμιλος, σωματείο που είχε στόχο να στηρίξει και να προωθήσει το γλωσσοεκπαιδευτικό κίνημα στον φοιτητικό και στον μαθητικό χώρο. Η ιδέα του Ομίλου ήταν του Μανόλη Τριανταφυλλίδη και η συνάντησή του με τους δύο μεγάλους παιδαγωγούς της εποχής τον Αλέξανδρο Δελμούζο και τον Δημήτρη Γληνό θα αποβεί καρποφόρα. Οι τρεις τους θα αναδειχθούν τα πλέον δραστήρια και ηγετικά μέλη του Ομίλου και θα καταγραφούν ως οι ειδικοί που θα σφραγίσουν την ταυτότητά του: Ο γλωσσολόγος ο εκπαιδευτικός και ο παιδαγωγός. Τριάντα εννιά προσωπικότητες θα συνυπογράψουν την ιδρυτική διακήρυξη του Εκπαιδευτικού Ομίλου, που το 1911 θα μετρά πια περίπου εξακόσια μέλη.

Στο πεδίο της πολιτικής έχει μεσολαβήσει η επανάσταση του 1909 στο Γουδί και η άνοδος του Ελευθερίου Βενιζέλου στην Κυβέρνηση (1910). Το τέλος μιας εποχής και η απαρχή μιας άλλης. Ο Βενιζέλος υποστηρίζει την καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας στην εκπαίδευση και γι’ αυτό συνεργάζεται με τους ηγέτες του Εκπαιδευτικού Ομίλου.

Τον Νοέμβριο του 1913 η Κυβέρνηση Βενιζέλου, με Υπουργό Παιδείας τον Ιωάννη Τσιριμώκο, φέρνει στη Βουλή τα πρώτα νομοσχέδια για τη μεταρρύθμιση της Παιδείας. Τα νομοσχέδια αφορούν κυρίως το πρόγραμμα της Δημοτικής Εκπαίδευσης, την έκδοση νέων σχολικών βιβλίων και ζητήματα, που αφορούν στην υποδομή των σχολείων και στους δασκάλους. Τα νομοσχέδια φέρουν έντονα τη σφραγίδα του Εκπαιδευτικού Ομίλου. Συντάκτης και Εισηγητής των νομοσχεδίων ο Δημήτρης Γληνός και εμπνευστής της εκπαίδευσης των γυναικών ο Αλέξανδρος Δελμούζος, έχοντας την εμπειρία από το Παρθεναγωγείο του Βόλου.

Τα νομοσχέδια φτάνουν στη Βουλή από μια κυβέρνηση πλειοψηφίας και όμως καταψηφίζονται! Δεν καταψηφίζονται μόνο από τη συντηρητική παράταξη, αλλά και από μια μεγάλη ομάδα βουλευτών του κόμματος του Ελευθερίου Βενιζέλου, που φοβισμένοι μπροστά στο πολιτικό κόστος, υποχώρησαν τελικά στις αναχρονιστικές αγκυλώσεις της εποχής τους. Έτσι η πρώτη σημαντική προσπάθεια μεταρρύθμισης του εκπαιδευτικού μας συστήματος καταρρέει. Αρκετά χρόνια αργότερα, το 1925, ο Δημήτρης Γληνός έγραψε γι’ αυτήν την προσπάθεια μεταρρύθμισης, στο βιβλίο του “Ο άταφος νεκρός”: «Το εκπαιδευτικό μας σύστημα, που την αγιάτρευτη και θανάσιμη αρρώστια του πολλοί διαγνώσανε από το 1880, έμεινε και πάλι άταφο. Κι όμως οι Έλληνες στα 1909 είχαν αποφασίσει και ορκιστεί να θάψουν όλους τους νεκρούς τους14».

Α. Δελμούζος, Δ. Γληνός, Μ. Τριανταφυλλίδης (1915)

  • Η Εκπαιδευτική Μεταρρύθμιση του 1917

Στα χρόνια που ακολουθούν διαδραματίζεται ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, που γίνεται η αφορμή αντιπαράθεσης, ως προς την εξωτερική πολιτική της χώρας, μεταξύ του Ελ. Βενιζέλου και του Β. Κων/νου. Η αντιπαράθεση αυτή προκαλεί νέο εθνικό διχασμό. Ο Ελ. Βενιζέλος οδηγείται δύο φορές σε παραίτηση και στη συνέχεια συγκροτεί στη Θεσσαλονίκη την Κυβέρνηση της Εθνικής Άμυνας. Μετά την απομάκρυνση του Β. Κων/νου η Ελλάδα ενώνεται και τον Ιούνιο του 1915 ο Ελ. Βενιζέλος σχηματίζει Κυβέρνηση στην Αθήνα. Βασική προτεραιότητά του είναι η γλωσσοεκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Συγκροτείται η «Εκπαιδευτική Επιτροπή», η οποία αναλαμβάνει την προετοιμασία της μεταρρύθμισης, καλώντας την τριανδρία του Εκπαιδευτικού Ομίλου να αναλάβει την ηγεσία της.

Στην κορυφή της Μεταρρύθμισης του 1917 βρίσκεται ο Δημήτρης Γληνός, που ως Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Παιδείας καταρτίζει και εισηγείται τα νομοσχέδια. Ανώτεροι Επόπτες αναλαμβάνουν οι Αλέξανδρος Δελμούζος και Μανόλης Τριανταφυλλίδης που «περιτρέχουν τη χώρα απ΄ άκρη σε άκρη, καταρτίζουν προγράμματα, οργανώνουν συνέδρια, μαθήματα φροντιστήρια, ξεδιαλύνουν προλήψεις, απορίες και αντιδράσεις, συζητούνε προβλήματα, διαφωτίζουν για το μεταρρυθμιστικό έργο»15. Αυτή την περίοδο εκδίδονται τα μοναδικά για την εποχή τους -και όχι μόνο- αναγνωστικά: «Το Αλφαβητάρι με τον Ήλιο» της Ομάδας του Αλ. Δελμούζου και τα «Ψηλά Βουνά» του Ζαχαρία Παπαντωνίου. «Ένας νέος αέρας φυσάει τώρα στην παιδεία μας κι ένας φοβερός οργασμός δουλειάς σημειώνεται, μοναδικός στην εκπαιδευτική μας ιστορία, γράφει ο Αλ. Δελμούζος16».

Στις εκλογές όμως του Νοεμβρίου του 1920 ο Ελ. Βενιζέλος ηττάται κατά κράτος από τα συνασπισμένα συντηρητικά κόμματα και στη νέα κατάσταση που διαμορφώνεται η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση και αυτή τη φορά κατεδαφίζεται βίαια. Η Ειδική Επιτροπεία, που συγκροτήθηκε από την Κυβέρνηση Γούναρη, στην έκθεση που συντάσσει προτείνει να κηρυχθούν άκυροι οι εκπαιδευτικοί νόμοι, να διωχθούν ποινικώς οι υπαίτιοι της διαφθοράς της γλώσσας και της παιδείας και τα βιβλία «να εκβληθώσι πάραυτα από τα σχολεία και να καώσι…..ως έργα και κακοβούλου προθέσεως και ψεύδους». Ο Ελισαίος Γιανίδης θα γράψει ειρωνικά: «Αν ο Μεσαίωνας αντιπροσωπεύονταν στην ποινική νομοθεσία, όπως στη διανοητικότητα της Επιτροπής, χωρίς άλλο θα πρότεινε να καούν και οι συγγραφείς τους μαζί»17. Ο Μ. Τριανταφυλλίδης θα δημοσιεύσει ένα μαχητικό κείμενο, με τίτλο «Πριν καούν» και θα ζητήσει από τους δασκάλους να μην σιωπήσουν18.

Μετά τις εκλογές του 1920 ακολουθεί μια περίοδος με μεγάλες πολιτικές συγκρούσεις, με αντίκτυπο και στην εκπαίδευση. Την περίοδο 1920-1928, η οποία σημαδεύτηκε από τη Μικρασιατική Καταστροφή, την έλευση των προσφύγων και τις ανταλλαγές πληθυσμών, η χώρα γνώρισε μεγάλη εναλλαγή κυβερνήσεων: «Άλλαξαν 34 Κυβερνήσεις και 24 Υπουργοί Παιδείας. Σε όλη αυτήν την περίοδο η εκάστοτε κυβέρνηση αναιρούσε τις προσπάθειες της προκατόχου της, είτε ανήκε σε οικείο κυβερνητικό κόμμα, είτε σε αντίθετο19». Οι πρωταγωνιστές του δημοτικισμού απολύθηκαν από τη δημόσια εκπαίδευση και η συντηρητική στροφή, όχι μόνο στην εκπαίδευση, αλλά και στην πολιτική ζωή γενικά ήταν πλέον εμφανής. Το μόνο φωτεινό διάλειμμα ήταν οι λίγοι μήνες (Μάρτιος-Ιούλιος 1924), που τη χώρα κυβέρνησε ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου, ο οποίος κήρυξε την εγκαθίδρυση αβασίλευτης δημοκρατίας.

  • Η Εκπαιδευτική Μεταρρύθμιση του 1929

Ο Ελ. Βενιζέλος επιστρέφει στην Κυβέρνηση το 1928 και επαναφέρει το ζήτημα της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης. Ο Δημήτρης Γληνός αναλαμβάνει Εκπαιδευτικός Σύμβουλος στο Υπουργείο Παιδείας και οι Αλ. Δελμούζος και Μ. Τριανταφυλλίδης επανέρχονται στις θέσεις τους ως Ανώτεροι Επόπτες. Ο προσανατολισμός τώρα είναι στην εκπαίδευση των δασκάλων, ώστε η γλωσσοεκπαιδευτική αλλαγή να επιτύχει μέσα από το έργο καλύτερα μορφωμένων εκπαιδευτικών.

Τα κύρια σημεία της Μεταρρύθμισης του 1929 είναι η αύξηση των χρόνων υποχρεωτικής εκπαίδευσης από τέσσερα σε έξι. Η δημοτική καθιερώθηκε να διδάσκεται υποχρεωτικά σε όλες τις τάξεις του δημοτικού και στις δύο τελευταίες τάξεις να διδάσκεται παράλληλα με την καθαρεύουσα. Τα Ελληνικά Σχολεία μετατρέπονται σε Γυμνάσια, που διαρκούν 6 χρόνια. Από τον τρίτο χρόνο το Γυμνάσιο διαχωρίζεται σε κλασικό και πρακτικό. Προβλέπονται κατώτερα επαγγελματικά σχολεία, γεωργικά, εμπορικά, οικοκυρικά, βιοτεχνικά. Επειδή, ο στόχος της Κυβέρνησης είναι μεγάλη μερίδα μαθητών να οδηγηθεί στα επαγγελματικά σχολεία, οι μαθητές που τελειώνουν το δημοτικό μπορούν να εισαχθούν σε αυτά χωρίς εξετάσεις και χωρίς έξοδα εγγραφής. Το Γυμνάσιο συνεχίζει να παραμένει ο μοναδικός κλάδος της Β/θμιας εκπαίδευσης, ενώ στο επίπεδο αυτό δεν υπάρχει ακόμα τεχνικο-επαγγελματικός κλάδος.

Η Μεταρρύθμιση του 1929 είχε αρκετά θετικά σημεία, όπως η αύξηση των ετών υποχρεωτικής εκπαίδευσης που συνεπάγεται μείωση της παιδικής εργασίας, η μείωση του αριθμού των μαθητών ανά δάσκαλο (από 80 σε 40), η ίδρυση ειδικών τάξεων, η ίδρυση νυχτερινών σχολείων, ο προσανατολισμός στην τεχνικοεπαγγελματική εκπαίδευση, κά. Η δυναμική της όμως είναι εξαντλημένη λόγω των ιδιαίτερων πολιτικών συνθηκών που επικρατούν.

Πράγματι, τίποτα στην πολιτική και στην εκπαιδευτική σκηνή δεν είναι το ίδιο με την περίοδο 1917-1920. Ο Ελ. Βενιζέλος δεν είναι πια ο δημοκράτης των αρχών του αιώνα. Έχει κρεμάσει το κόκκινο σκουφί του επαναστάτη, έχει ψηφίσει το ιδιώνυμο, τη δίωξη δηλαδή των «ανατρεπτικών ιδεών» με τον N. 4229/1929.

Και ο Εκπαιδευτικός Όμιλος, του οποίου τα μέλη είχαν σηκώσει στους ώμους τους τις προηγούμενες μεταρρυθμίσεις, έχει διασπαστεί (1927). Οι πρωταγωνιστές των μέχρι τώρα μεταρρυθμίσεων, στενοί συνεργάτες και φίλοι, οι Δελμούζος-Γληνός βρίσκονται τώρα αντιμέτωποι στα θέματα εκπαιδευτικής πολιτικής και ιδεολογίας. Η θέση του πρώτου μπορεί να συνοψιστεί ως Εκπαίδευση χωρίς πολιτική. Η θέση του δεύτερου μπορεί να συνοψιστεί ως η εκπαίδευση είναι πράξη πολιτική και ενεργείται με πολιτικές δυνάμεις και αποφάσεις20. Έτσι, η δυνατή φιλία των δυο ανδρών, φιλία πολλών χρόνων διακόπτεται. Έγραψε γι’ αυτό ο Δ. Γληνός: «Δεν γινόταν πια τίποτε. Δυστυχώς, ο φίλος μου ο Αλέκος (εννοούσε τον Αλ. Δελμούζο, που τον εκτιμούσε και πάντα με πίκρα αναφερόταν στην ιδεολογική τους διαμάχη) ήταν αδιάλλακτος! Έβλεπα πια καθαρά πως κυλούσα την πέτρα του Σίσυφου. Έτσι χώρισαν οι δρόμοι μας21».

Έχει ενδιαφέρον, κλείνοντας αυτήν την ενότητα -για τη μεταρρύθμιση του 1929- η οποία ανατράπηκε και αυτή το από την Κυβέρνηση Κονδύλη, να αναφερθούμε συνοπτικά στη μετέπειτα πορεία των δύο παιδαγωγών, που η δράση τους σφράγισε τα εκπαιδευτικά δρώμενα περίπου το πρώτο μισό του 20ου αιώνα.

Ο Αλέξανδρος Δελμούζος αποχωρεί από τον Εκπαιδευτικό Όμιλο το 1927 και το 1928 εκλέγεται τακτικός καθηγητής στην έδρα της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Το 1931 ιδρύει στο πλαίσιο του πανεπιστημίου το Σχολείο Εργασίας για να προσφέρει σειρά επιμορφωτικών μαθημάτων στους δασκάλους της πόλης. Το 1934 ιδρύει το Πειραματικό Δημοτικό Σχολείο του ΠΘ για να βοηθήσει την επιστημονική και παιδαγωγική έρευνα. Το 1935 απολύεται από την κυβέρνηση Κονδύλη, επανέρχεται για λίγο από την Κυβέρνηση Δεμερτζή, και εξαναγκάζεται σε παραίτηση από τον Μεταξά τον Σεπτέμβριο του 1937. Μεταπολεμικά, το 1946 κλήθηκε ξανά στα καθήκοντά του, αλλά αρνήθηκε. Και στη συνέχεια όμως αρνήθηκε αρκετές φορές να επανέλθει σε δημόσιες θέσεις. Ασχολήθηκε πλέον με το συγγραφικό του έργο. Πέθανε στην Αθήνα το 1956.

Ο Δημήτρης Γληνός το 1932 εντάσσεται οριστικά στο Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας (ΚΚΕ). Το 1936 εκλέγεται Βουλευτής, αλλά την ίδια χρονιά εξορίζεται από τη δικτατορία Μεταξά στην Ανάφη, στην Ακροναυπλία, στη Σαντορίνη, κά. Στη διάρκεια της Κατοχής πρωταγωνιστεί στις διεργασίες ίδρυσης του ΕΑΜ, αλλά και της οργάνωσης και επιμόρφωσης των δασκάλων στις ελευθερωμένες περιοχές. Είναι αυτός που συνέταξε το ιδεολογικοπολιτικό μανιφέστο του ΕΑΜ: «Τι είναι και τι θέλει το ΕΑΜ». Πέθανε το 1943 σε νοσοκομείο της Αθήνας μετά από εγχείρηση.

Ο Καθηγητής Αλέξανδρος Σβώλος, στο βιβλίο του «Ο πνευματικός άνθρωπος», γράφει για τον Δ. Γληνό: «Η αστική τάξη δεν τον συγχωρέσε ποτέ, μα και δεν έπαψε να του αναγνωρίζει το υπέρτερο κύρος και να τον σέβεται όσο κι αν τον εμίσησε. Και ο αστικός κόσμος κατάλαβε και ομολόγησε πως με το θάνατο του Γληνού, χάθηκε από την Ελλάδα μια εθνική δύναμη. Τόση ήταν η πνευματική του επιβολή και τέτοιος ο ίσκιος της προσωπικότητάς του22».

Το Διεθνές Γραφείο Εκπαίδευσης της Unesco (International Bureau of Education) συμπεριέλαβε τον Δημήτρη Γληνό μεταξύ των 100 πιο σημαντικών διανοούμενων, πολιτικών, δημοσιολόγων κ.λπ., όλου του κόσμου, που με τον στοχασμό και τη δράση τους είχαν σημαντική συμβολή στην υπόθεση της εκπαίδευσης από την εποχή της αυγής του ανθρώπινου πολιτισμού έως τις μέρες μας.

Στο πεδίο της πολιτικής η επιστροφή του Ελ. Βενιζέλου σημαδεύτηκε από την ψήφιση του ιδιώνυμου, όπως αναφέραμε. Ο δρόμος για τη συστηματική δίωξη των εκπαιδευτικών με αριστερό φρόνημα είναι νομικά και ιδεολογικά έτοιμος. Και είναι αξιοθαύμαστο το πλήθος των εκπαιδευτικών, που αποδείχτηκαν πιο δυνατοί από τους μηχανισμούς ελέγχου και βίας και αντιμετώπισαν με αξιοπρέπεια τη «νομοθεσία των βαρβάρων»23. Στην περίοδο 1936-1940, 3.500 εκπαιδευτικοί απολύθηκαν από την εκπαίδευση για το πολιτικό τους φρόνημα. Αξίζει να αναρωτηθούμε ποιοι ήταν αυτοί οι δάσκαλοι, σε ποια σχολεία φοίτησαν και ποιοι ήταν οι δάσκαλοι αυτών των χαρακτηρισμένων ΑΝΤΙ πατριωτών από το επίσημο κράτος; Αυτών των αντιπατριωτών, που στη συνέχεια έδωσαν στην Πατρίδα και στον ελληνικό στρατό δεκάδες αξιωματικούς και στρατιώτες και βέβαια τίμησαν την Πατρίδα με δεκάδες θανάτους στο ελληνοαλβανικό μέτωπο.

Η δράση τους αμφισβήτησε το κατεστημένο, αλλά αμφισβήτησε και τις θεωρίες που υποστηρίζουν ότι η κοινωνική αναπαραγωγή στο σχολείο συμβαίνει μ’ έναν μηχανιστικό τρόπο, όπου τα άτομα εσωτερικεύουν απόλυτα την ιδεολογία της κυρίαρχης τάξης. Η δράση τους επιβεβαιώνει ότι το σχολείο ως ιδεολογικός μηχανισμός του κράτους αφήνει σχετικά περιθώρια για την αυτονομία του υποκειμένου· το άτομο διαμορφώνεται, από το κοινωνικό-εκπαιδευτικό περιβάλλον, αλλά και ως δρων υποκείμενο διαμορφώνει τις συνθήκες ύπαρξης και δράσης του. Η κοινωνική αναπαραγωγή σε μια χώρα, όπως η Ελλάδα, όπου το κράτος είναι «εισαγόμενος θεσμός»24 ίσως αφήνει και περισσότερα περιθώρια αυτονομίας. «Τα πορτρέτα αυτών των προσώπων, γράφει ο Ozouf (1973), φανερώνουν το λιγότερο πρόσωπα πολύπλοκα, πλούσια σε αυτοδύναμες εκφράσεις, έτσι που το καθένα να αντλεί κατά τις ανάγκες και τη δική του διάθεση25».

Η Κυβέρνηση Βενιζέλου ανατρέπεται το 1932 και μαζί της κατεδαφίζεται και η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1929. Αρχίζει μια αρκετά ταραγμένη περίοδος, που φθάνει ως το 1936 με την εγκαθίδρυση της δικτατορίας του Μεταξά26. Ακολουθεί ο Πόλεμος του 1940 και στη συνέχεια ο εμφύλιος πόλεμος.

Στο δεύτερο μέρος του άρθρου θα παρουσιαστούν οι Μεταρρυθμίσεις στο 2ο μισό του 20ου αιώνα και θα σχολιαστούν σε συσχετισμό με τις ανάγκες της σημερινής κοινωνίας

1Finkielkraut, A. (2008). Qu’est-ce que la France? Paris: Stock.

2 Renan στον Finkielkraut, A. (2008). Qu’est-ce que la France? Paris: Stock.

3 Καστοριάδης, Κ. (1996). Η άνοδος της ασημαντότητας. Αθήνα: Ύψιλον-Βιβλία.

4 Δημαράς, Α. (1973). Η μεταρρύθμιση που δεν έγινε. Τεκμήρια Ιστορίας.{Τόμοι Α’& Β’}. Αθήνα. Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη.

5 Δημαράς, Α. οπ. στο 4, Τ. Α’. σ. 4.

6 Κοκκώνης, Π. Ι. (1842). Οδηγός της Αλληλοδιδακτικής. Αθήνα.

7 Βουρνάς, T. (1977). Ιστορία της Νεότερης Ελλάδας. Αθήνα. Τολίδης (σ. 211).

8 Γέρου, Θ. (1981). Εκπαιδευτική Πολιτική (1975-1981). Αυτοέκδοση. Αθήνα (σ. 18).

9 Οπ. παραπάνω, σ. 20.

10 Ο Συγγραφέας του βιβλίου που αναφέρεται στα αναγνωστικά αυτής της Περιόδου είναι ο Δ. Γληνός με το ψευδώνυμο Γαβριήλ.

11 Γάτος, Γ. (2003). 41 γράμματα του Γληνού στο Δελμούζο. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα: σ. 27

12 Οπ. παρ. σ. 28.

13 Σε όλη τη διάρκεια του πρώτου μισού του 20ου αιώνα οι αγώνες αυτοί συνεχίζονται. Θα ακολουθήσουν το 1914 τα «Αθεϊκά» με τη δίκη του Αλ. Δελμούζου στο Ναύπλιο, ο οποίος ως Διευθυντής του Παρθεναγωγείου του Βόλου κατηγορήθηκε για μαλλιαρισμό, αθεϊσμό, σοσιαλισμό, μασωνία ανηθικότητα, για να αθωωθεί τελικά. Και βέβαια τα «Μαρασλειακά» το 1925, όπου με αφορμή την καταγγελία τριών δασκάλων ότι η Ρόζα Ιμβριώτη διδάσκει με υλιστική μέθοδο την Ιστορία, κατασκευάζονται τερατώδεις κατηγορίες και έτσι χάνουν τις θέσεις οι Δελμούζος-Γληνός από καίριες θέσεις του εκπαιδευτικού συστήματος, που είναι η εκπαίδευση και η επιμόρφωση των εκπαιδευτικών.

14 Γληνός, Δ. (1925). Ένας άταφος νεκρός. Μελέτη για το εκπαιδευτικό μας σύστημα. Αθήνα: Αθηνά.

15 Γάτος, Γ. (2003). 41 γράμματα του Γληνού στο Δελμούζο. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα: σ. 43.

16 Δελμούζος, Α. (1926 ). Δημοτικισμός και Παιδεία. Αθήνα: Ράλλης και Σια.

17 Γιανίδης, Ε. (1932). Οικοδόμοι και Εμπρηστές ή η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση και η έκθεση της επιτροπείας. Αθήνα. Ο Κύκλος.

18 Σταυρίδη-Πατρικίου, Ρ. (1999). Μ. Τριανταφυλλίδης. Διανοούμενος και Αγωνιστής του κινήματος του Δημοτικισμού. Εφημ. ΤΑ ΝΕΑ, 30/12/1999.

19Λουκοβίτη, Α. (2007). Συγκριτική μελέτη της εκπαιδευτικής πολιτικής του 19ου και του 20ου αιώνα στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση. (Μεταπτυχιακή Διατριβή). Αθήνα. Πάντειον Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών.

20 Βώρος, Φ. (1982). Ιστορία που δε διδάσκεται. Νέα Παιδεία, τ. 20.

21 Καλαντζής, Γ. Κ. (1985). Στον Αστερισμό του Δημήτρη Γληνού. Αθήνα. ΔΙΠΤΥΧΟ. (σ. 18).

22 Σβώλος, Α. (1946). Ο πνευματικός άνθρωπος. Από τον τόμο: Στη μνήμη του ΔΓ. Αθήνα. Νέα Βιβλία.

23 Βώρος, Φ. Κ. (1989). Από την Ιστορία της Νεοελληνικής Εκπαίδευσης: Ένα κεφάλαιο μεγαλείου και οδύνης. Εκπαιδευτικά, τ.14.

24 Τσουκαλάς, Κ. (1975). Εξάρτηση και Αναπαραγωγή. Ο κοινωνικός ρόλος των εκπαιδευτικών μηχανισμών στην Ελλάδα (1830-1922). Αθήνα. Θεμέλιο.

25Ozouf, J. (1973) στο Γ. Π. (1997). Ο εκπαιδευτικός διαμεσολαβητής. Αθήνα. Κυριάκης Α. Βασδέκης.

26 Η υποστήριξη του Μεταξά στη δημοτική γλώσσα ερμηνεύτηκε ως παράδοξο από ορισμένους. Ωστόσο, είναι κοινά αποδεκτό ότι πολλοί απολυταρχικοί ηγέτες χρησιμοποιούσαν τη δημοτική γλώσσα για να επηρεάζουν τα ανεπαρκώς μορφωμένα λαϊκά στρώματα (Α, Δημαράς, 2013 στο Χ. Αθανασιάδης: «Από σήμερα είστε μικροί στρατιώτες! Ο Ι. Μεταξάς και η δημοτική γλώσσα». Τα Ιστορικά, τ. 68, 2018 (σ. 187-210).

Το link του άρθρου:

https://www.efsyn.gr/node/295184

Άρθρο της Σοφίας Καλογρίδη στην Εφημερίδα των Συντακτών (μέρος πρώτο/ 24.05.21)
- Advertisement -spot_img

More articles

Subscribe
Notify of
guest

0 Comments
Oldest
Newest Most Voted
Inline Feedbacks
View all comments
- Advertisement -spot_img

Latest article

- Advertisement -spot_img