16.9 C
Ikaria
Πέμπτη, 21 Νοεμβρίου, 2024
- Advertisement -

Αναδεικνύοντας την πληθώρα στοιχείων που συνθέτουν το νέο βιβλίο της Ηρώς Τσαρνά

Δείτε επίσης

Μια παρουσίαση που συνδυάζει την ανάλυση με τη συναισθηματική σύνδεση, προσφέροντας μια βαθιά και απολαυστική εμπειρία

Με μια δεξιοτεχνική ισορροπία ανάμεσα σε λογοτεχνική ανάλυση, συναισθηματική σύνδεση και διεισδυτική ερμηνεία του έργου η φιλόλογος Άννα Καλαλή μιλάει για το νέο βιβλίο της Ηρώς Τσαρνά με τίτλο «Αναχάραξη».

Άννα Καλαλή: Παρουσίαση του βιβλίου «Αναχαράξη» της Ηρώς Τσαρνά (5/10/2024)

Στο κεφάλαιο 11 του βιβλίου της, η Μαρία Ιορδανίδου, βάζει την γιαγιά της τη Λωξάντρα να κάθεται ένα απόγευμα στις αρχές του προηγούμενου αιώνα στην κόχη του μιντεριού της, στο σπίτι της στο Μακροχώρι της Κωνσταντινούπολης, και ν’ ανοίγει το μπαουλάκι με τα κουρελάκια της. «Θέλει να ψάξει να βρει κανένα κομμάτι απαλή βατίστα να κεντήσει σαλιαρίστρες του μωρού», έτσι λέει. Του μωρού που μόλις έχει γεννήσει η θετή της κόρη η Αγαθώ.

«… Ο κουρελόμπογος ήταν άνω κάτω. Ξένο χέρι θα μπήκε μέσα κει όσον καιρό έλειψε στα Ταταύλα.

“Κακόν-καιρό-να-μην-έχουνε”, μουρμούρισε η Λωξάντρα ταξιθετώντας τα κουρέλια της.

 Βαστά στο χέρι της ένα θαλασσί κουρέλι και στέκεται. Αυτό πώς βρέθηκε εδώ; Από πού είναι; Α, είναι ένα κουρέλι από το τσιτάκι που είχε ράψει η μάνα της… διες, διες… Πόσων χρονών πράμα!

Κάθεται συγκινημένη με το κουρέλι στο χέρι. Διες εκεί!… Να και ένα κομμάτι στόφα απ’ τις παλιές κουρτίνες τους, να και ένα κομμάτι μπαμπακοφανέλα  από τη ρόμπα που είχε ράψει όταν γέννησε τον Αλεκάκη της. Αχ! να και ένα κομμάτι απ’ τη νυφική της ρόμπα!

Ολάκερο το παρελθόν ζωντάνεψε μπροστά της. Ολάκερο το παρελθόν δεμένο σ’ ένα μπόγο».

Έβαλα τη Λωξάντρα ν’ αρχίσει αυτό το κείμενο, γιατί αυτή ήταν η πρώτη εικόνα που μου ήρθε στο μυαλό όταν γύρισα την τελευταία σελίδα του βιβλίου της Ηρώς Τσαρνά. Το μυαλό μου πήγε σ’ αυτήν την εικόνα, σ’ αυτήν τη σκηνή που μόλις σας διάβασα.

«Όλάκερο το παρελθόν ζωντάνεψε μπροστά της. Ολάκερο το παρελθόν δεμένο σ’ έναν κουρελόμπογο».

Σαν από ρούχα που φορέθηκαν, πάλιωσαν και ξεθώριασαν, όμως είναι ακόμα εκεί για να ζωντανεύουνε το παρελθόν, τα υλικά που μ’ αυτά έφτιαξε το βιβλίο της η Ηρώ Τσαρνά είναι σαν τα υφασμάτινα κουρελάκια της Λωξάντρας:

σπαράγματα και σκόρπιες σκέψεις, φράσεις, υποσημειώσεις και παραπομπές, αδέσποτοι στίχοι, στιγμές, σημειώσεις από τα τετράδια του παππού, από σημειωματάρια, παιδικά τραγουδάκια από θεατρικές παραστάσεις τα καλοκαίρια της κατασκήνωσης, παιχνιδίσματα με λέξεις, καταχωρήσεις ημερολογίων, μύθοι, σκηνές από ταινίες, φωτογραφίες, στιγμιότυπα, αποσπάσματα από βιβλία και ποιήματα δικά της μα και άλλων, όνειρα μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, λέξεις και ετυμολογίες, βιώματα, συλλογές από ματιές, ατέλειωτες ιστορίες, μαρμαρωμένα σπίτια, γενεαλογίες, ονόματα και πρόσωπα, ονόματα και τόποι, οι πόλεις του κόσμου, τα δέντρα, οι άνθρωποι, η Ικαρία.

Όλα αυτά στις σελίδες του βιβλίου συνέχεια επανέρχονται, μαζί τους κι εμείς που διαβάζουμε το βιβλίο. Όλα επιστρέφουν δυο και τρεις φορές, όλα έρχονται ξανά και ξανά, είναι μνήμες που 

«όταν κοπάζουν οι θόρυβοι, τότε ανεβαίνουν προς τα πάνω» λέει η συγγραφέας στη σελίδα 35.

Και 40 σελίδες παρακάτω λέει πως είναι «όσα χαράχτηκαν στη μνήμη μου και κατά διαστήματα ανεβαίνουν στο φως».

Όλες αυτές τις μνήμες, αξεδιάλυτες, μπερδεμένες και ασυμμάζευτες, η Ηρώ Τσαρνά βάζει στο βιβλίο της δύο γυναίκες, δυό αφηγήτριες, την Δάφνη και την Ηλιανή, να τις συμμαζέψουν και να τις υφάνουνε μαζί. «Την κάθε ανάμνηση, το κάθε έργο τα ξαναδένω» λέει η Δάφνη.

Τη δύσκολη δουλειά του συμμαζέματος και της ύφανσης της ανεμοσκορπισμένης μνήμης σε μια ενιαία αφήγηση, η Ηρώ Τσαρνά την ονοματίζει. Τη λέει αναχάραξη. Και δίνει κι αυτόν τον τίτλο στο βιβλίο της.    

Διαβάζω από το γλωσσάρι στο τέλος του βιβλίου.

«Αναχάραξη: υπάρχει η φράση “η αίγα αναχαράσσει”, δηλαδή αναμασάει την τροφή της. Η μάνα έλεγε “θα το αναχαράξεις” αυτό, για ένα πράγμα ποθητό, όμορφο, που θα μας λείψει. Με την έννοια δηλαδή ότι θα το νοσταλγήσεις, θα πεθυμήσεις να το έχεις ξανά, να επαναληφθεί. Η λέξη “αναχάραξις” ήδη στην αρχαιότητα σήμαινε αυτό που αποκαλύπτεται όταν ξύνεις μιαν επιφάνεια. Το ρήμα “αναχαράσσω” μεταφορικά σημαίνει αποκαλύπτω, φέρνω στο φως, κάνω να γεννηθεί».  

Αναχάραξη λοιπόν. Να θέλεις να χαράξεις, να ξύσεις μια επιφάνεια για να ΄ρθει κάτι  στο φως. Κάτι που πεθύμησες και που νοστάλγησες. Κάτι που μας λείπει. Ή κάτι που ποθήσαμε. Όπως η μοσχοβολιά που είναι κρυμμένη μέσα στα λεμόνια, τα πορτοκάλια και τα μανταρίνια, το άρωμά τους που γεννιέται όταν ξύνουμε τη φλούδα τους. Σκέφτομαι αυτήν την μυρωδιά κι αυτήν την εικόνα.

«Μου διηγιόσουν για τις πάνινες κούκλες, που είχατε εσύ και οι αδελφές σου –με τι τάχατε να παίζανε τα αγόρια, τ’ αδέλφια σου;- που σας είχε χαρίσει η θεία Έρση. Τη δική σου τη βρήκες κάποτε ξεκοιλιασμένη να κρέμεται από μια μανταρινιά, θύμα, το πιθανότερο, της γυρουλούς της γάτας σας. Έκλαψες πικρά γι’ αυτό το πανί που ήταν και η πρώτη και η τελευταία σου κούκλα. Το μοναδικό παιχνίδι που θυμάσαι».  

Η Ηρώ Τσαρνά βάζει τις ηρωίδες της να θυμούνται την μάνα τους, μα και να θυμούνται αυτά που θυμόταν και τους αφηγιόταν η μάνα τους. «Η μάνα είναι το στάσιμο, τα παιδιά είναι το κινούμενο… είναι εκείνη που φεύγει κι όλο μένει… Η μάνα που βαδίζει πάνω στα κύματα χωρίς να καταποντίζεται». Όλα αυτά τα λένε οι αφηγήτριες. Νομίζω πως η μάνα είναι το κέντρο του βιβλίου. Και στο βιβλίο, όπως συμβαίνει και με μια πέτρα που πέφτει στο νερό και καταποντίζεται, γύρω από αυτό το κέντρο ανοίγονται αμέτρητοι ομόκεντροι κύκλοι. Αυτοί οι ομόκεντροι κύκλοι είναι η θύμηση πολλαπλασιασμένη χίλιες φορές.

Οι ηρωίδες κάνουν αμέτρητες διαδρομές με το να θυμούνται. Σ’ αυτόν τον χάρτη όμως δεν υπάρχει προορισμός, το ταξίδι δεν είναι γραμμικό, είναι συνέχεια πηγαινέλα. Οι αφηγήτριες πηγαινοέρχονται στο τότε και στο τώρα σε όλα τα σημεία του ορίζοντα :

από τη δεκαετία του ’60 και του ‘70 στο σήμερα, από την οδό Αιόλου και την οδό Αθηνάς στην Αίγινα και τον Πόρο, από την Κατοχή και την Ικαρία των εξορίστων σε μια Καθαρή Δευτέρα που έκαναν το πρώτο τους μπάνιο, από την Σμύρνη και την Αλεξάνδρεια την εποχή της προγιαγιάς και του Καβάφη, σε τρεις μέρες του Νοέμβρη του 2010, από τον ερωτευμένο Ιταλό κατακτητή στον ερωτευμένο Σοφοκλή, από την παρέα που καλαβαρκίζανε μικροί στη ρεματιά, στους «φτωχοδιάβολους που άρπαζαν τα ρούχα της μπουγάδας στην απλώστρα της αυλής» στο σπίτι στα Πατήσια τη δεκαετία του ‘50, από την Οξέ, το Μαυράτο και τις Φλέβες στην Κάρπαθο, από τον Ροβινσώνα Κρούσο στον Τάκη Πλούμα, από τη τσαμπούνα του πατέρα που ήταν ταχυδρόμος στον φούρνο που  έχτισε ο Ψύχαρος, από το ψωμί και τα παξιμάδια στα μυδια Ισπανίας και τις ροζ γαρίδες, από το κοριτσάκι με το ροζ φορεματάκι στο καρουζέλ του Λουξεμβούργου στη θεία Έρση και την Χοντρολεμονή, από τα μποστάνια στα Σεπόλια το Μπουρνάζι και το Περιστέρι στη γειτονιά του Στράσσεν στο Στρασβούργο, από τον Γιάννη Σκαρίμπα και τον Βολταίρο στον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, από το μέτωπο της Αλβανίας στην Καλιφόρνια, από τη διαδρομή Άγιος Νικόλαος-Ηράκλειο στην Κρήτη, στη διαδρομή με λεωφορείο Ράχες–Άγιος και πίσω πάλι, από την Πλας Γκιγιώμ στον αυλόγυρο της εκκλησίας της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, από τα 10 μποφόρ του Μυρτώου πελάγους στα 10 μποφόρ στο Ικάριο, «τότε που η μάνα έπεσε και έσπασε το πόδι της από το μελτέμι», από τα δάση του Βελγίου με τις ανοιχτόχρωμες συστάδες δέντρων, «στην ψυχή και τα νερά των δέντρων στην Ικαρία».

Η Δάφνη και η Ηλιανή λένε πως τα δέντρα στην Ικαρία γελάνε, κλαίνε, μιλάνε, τραγουδάνε, «έχουν δει τα μάτια τους γενιές ανθρώπων να γεννιούνται, να μεγαλώνουν, να γερνούν και να πεθαίνουν ή να πεθαίνουν χωρίς να προλάβουν να γεράσουν». 

Συκιές, καρυδιές, βελανιδιές, καστανιές, αμυγδαλιές, κουντουριδιές, καϊσιές, συκαμινιές, ελιές, πασχαλιές, τα κυπαρίσσια στο καφενείο του Στράτου –

«τα έλεγε ανάκατα τα δέντρα της ζωής της, όπως της έρχονταν στο νου» λέει η Δάφνη για τον εαυτό της.

«Κάποιες φορές πιάνω τον εαυτό μου να με παρατηρεί και να μιλάει για μένα, σαν σε τρίτο πρόσωπο : “Σήμερα, καθώς καθόταν στο γιαλό και κοίταζε τα αυτοκίνητα να περνούν από τον παραλιακό –ο Θεός να τον κάνει- της φαινόταν και τ’ αυτοκίνητα και οι επιβάτες τους σαν χαλκομανίες, σαν ψεύτικες ζωγραφιές μες στον χρόνο και το χώρο. Το ίδιο κι ο δρόμος που πατούσαν. Μόνο το βουνό που υψωνόταν κάθετα λίγο πιο πίσω φαινόταν αληθινό και με διάρκεια. Το βουνό πίσω και η θάλασσα μπροστά». 

Το βουνό πίσω κι η θάλασσα μπροστά. 

Το βιβλίο της Ηρώς Τσαρνά είναι ένας χάρτης που έχει επάνω του ιχνογραφημένη μια παράξενη γεωγραφία, τη γεωγραφία της θύμησης. Και το ταξίδι με οδηγό αυτόν τον χάρτη «είναι ένα ταξίδι για ονειροπόλους», έτσι λέει η συγγραφέας. Η ηρωίδα της, η Ηλιανή, «που είναι πιο κοντά στο παρελθόν», είναι εκείνη που θυμάται και ονειρεύεται, έτσι της έγραψε κάποτε ο συγγραφέας Βασίλης Αλεξάκης. Γι’ αυτό και στο βιβλίο η αφηγήτρια γράφει πως «όλα είναι θολά, όπως σε περιοχή ονείρου».

 «Εκεί που ψευτοκοιμόταν γύρισε από το άλλο πλευρό και μέσα από αναπολήσεις της ημέρας που πέρασε και περασμένων από καιρό ημερών, της ήρθαν κάποιοι τέτοιοι στίχοι:

….

Στου βαγονιού τον ύπνο

Γεννιούνται πρύμνες

Που μας πηγαίνουν

Σ’ ωραία μέρη»

Μέσα στο βιβλίο υπάρχει η φωτογραφία με ένα φέρετρο στημένο όρθιο και μια νεκρή γυναίκα μέσα να την προσκυνούν. Υπάρχει πολλές φορές η φωτογραφία μιας γυναίκας 20 χρονών –«μπορεί κι 22»- να γνέθει βαμβάκι έξω από το καφενείο και να ξαίνει κουκούλι από μεταξοσκώληκες. Υπάρχει μια μεγάλη λίστα με ακριβά θαλασσινά κι υπάρχει και μια τόση δα μικρούλα ζωγραφιά που δείχνει «ένα ανθρωπάκι να στέκει μόνο στη βροχή με μιαν ομπρέλα πάνω σ’ ένα ύψωμα, δίπλα του ένα σκυλάκι και κάτω τον γκρεμό». Υπάρχουν πολλές μέρες τον Μάρτη μήνα, η εαρινή ισημερία, υπάρχει μια αμερικανική σημαία που μ’ αυτήν ντύθηκε η Ηλιανή στις Απόκριες της τρίτης δημοτικού, υπάρχει και μια Μεγάλη Παρασκευή του Απρίλη στα μνήματα. Υπάρχει το σόκιν τραγουδάκι του Σαρβαρά κι οι φέτες οι αλειμμένες με τυρί κοπανιστή, υπάρχει κι η κρασοψυχιά στην ίδια σελίδα με τα Γλωσσικά Ψιχία, «βιβλίο προς έκδοση του Ν. Λεβέντη».

Υπάρχουν ακόμα πολλές καραμέλες στην μεγάλη γυάλα του μικρομπακάλικου στον Άγιο, και κάπου κρυμμένο στις σελίδες του υπάρχει ένα μπουκαλάκι με βρόχινο νερό κι άλλο ένα με θαλασσινό.

Τέλος, μέσα στο βιβλίο που είναι της Ηρώς, υπάρχει ένα άλλο βιβλίο που είναι της Ηλιανής. Το βιβλίο αυτό έχει ένα παράξενο όνομα.

«Τώρα η ονομασία του βιβλίου ήταν αρκετά επιτυχημένη. “Ξυλοσύρτης”. Γιατί κι αυτό ταξίδευε τον κύκλο των φίλων κι είχε και το ξύλινο ντύμα του απ’ έξω –και μάλιστα με ζωγραφιά ένα καράβι- για να αντέχουν οι σελίδες του στο ξεροβόρι αφού το είχαν φυλαγμένο σε μια κρυψώνα, ένα παλιό ασβεστοκάμινο».

«Τους νεκρούς μας, ας τους ταξιδέψουμε ακόμα στον κόσμο. Είναι κάτι που τους το χρωστάμε», λένε η Δάφνη κι η Ηλιανή. Κι έτσι, θυμούνται τους ανθρώπους που έφυγαν, αναρωτιούνται «αν στ’ αλήθεια υπήρξανε ποτέ» και γεμίζουν την αφήγησή τους με ιστορίες από τις ζωές και τους θανάτους τους. Οι σελίδες του βιβλίου  γίνονται μια μεγάλη λεωφόρος που τη διασχίζουν αμέτρητοι άνθρωποι,

η Λουκία, η Φώτω, η Πιτταρού, ο άντρας της ο Ζάχαρος που ήτανε κουρέας μαζί και βιβλιοδέτης, η Ευμορφούλα, η Ευγενούλα του Μάρκου, η Σταματούλα, η Χρυσούλα και η Ελισάβετ, η κυρα-Βγενιώ, η θεία Αγγέλικα, η Κλειώ, η Σταματούλα η Ολιβιέραινα, ο Παράσχος, η Δαπεργολού, ο Κατσίκας ο Στέφος με την βάρκα του, η οικογένεια Κυπαρισσάκου που έμενε κοντά στην εκκλησία, η Μόσχα «με την τρυφερή αμίλητη ψυχή», εκείνο το παιδί που αυτοκτόνησε 18 χρονώ από ερωτική απογοήτευση,

ο Ξένος ο Ξυλάς, που τον σκότωσε μια πέτρα όταν δούλευε στη διάνοιξη του δρόμου από του Κοτσαμπή ως τη Λευκάδα, και που πριν πεθάνει ήταν εκείνος που τον θαυμάζαν όλα τα παιδιά γιατί πέταγε χαρταετό με μακριά πολύχρωμη ουρά κι έπειτα «παγίωνε τη θέση του καρφώνοντας στο έδαφος την πιάστρα», έτσι που να κρατάει το πέταγμά του όλη μέρα.

Σκέφτομαι πως ίσως στο εξώφυλλο του βιβλίου να είναι ο Ξένος κι ο χαρταετός του.

Νομίζω πως η Αναχάραξη αρνείται να ταξινομηθεί και να μπει στα γνωστά καλούπια της λογοτεχνίας. Η ιστορία είναι διήγημα και νουβέλα, πρόζα μαζί και ποίηση, οι αφηγητές είναι δύο και είναι γυναίκες που μάλιστα η συγγραφέας τις παρουσιάζει ως πρόσωπα ενός θεατρικού έργου, η αφήγηση είναι σαν προφορική, πρωτοπρόσωπη και τριτοπρόσωπη ταυτόχρονα, κάπως ψιθυριστή και σίγουρα πάντως όχι φωναχτή όπως λέει η ίδια.

Η Olga Tocarczuk, στο κείμενο που έγραψε και διάβασε όταν τη βραβεύσανε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 2018, ανάμεσα στα άλλα είπε και τα παρακάτω:

«Η τρυφερότητα είναι η πιο σεμνή μορφή αγάπης. Είναι το είδος της αγάπης που δεν εμφανίζεται στις γραφές ή στα Ευαγγέλια, αυτή η αγάπη στην οποία δεν ορκίζεται κανείς, τα λόγια της οποίας κανείς δεν παραθέτει. Δεν έχει ειδικά εμβλήματα ή σύμβολα, δεν οδηγεί στο έγκλημα ούτε προκαλεί φθόνο.

Εμφανίζεται όταν παρατηρούμε προσεκτικά από κοντά μια άλλη ύπαρξη, κάτι που δεν είναι ο “εαυτός” μας.

Η τρυφερότητα είναι αυθόρμητη και ανιδιοτελής. Πάει πολύ παραπέρα από την όμοιά της ενσυναίσθηση. Αντίθετα, πρόκειται για τη συνειδητή, αν και ίσως λιγάκι μελαγχολική, κοινή μοιρασιά της μοίρας.

Η τρυφερότητα είναι η βαθιά συναισθηματική έγνοια για μια άλλη ανθρώπινη ύπαρξη, για την ευθραυστότητά της, για τη μοναδική φύση της και για την έλλειψη ανοσίας της στα βάσανα και στις επιδράσεις του χρόνου.

Η τρυφερότητα αντιλαμβάνεται τους δεσμούς που μας ενώνουν, τις ομοιότητες και την ταύτισή μας. Είναι μια μορφή θέασης που δείχνει τον κόσμο ζωντανό, διασυνδεδεμένο, συνεργαζόμενο και εξαρτώμενο από τον εαυτό του».

Φτάνοντας λοιπόν στο τέλος του δικού μου κειμένου, θα ήθελα για άλλη μια φορά να ευχαριστήσω την Ηρώ Τσαρνά και να επιστρέψω στο βιβλίο της και στην τρυφερή της αφήγηση, σ’ εκείνη την ακρούλα στη σελίδα 43.

Εκεί λέει πως η ίδια δεν θα ήταν εδώ, δεν θα έκανε αυτές τις σκέψεις και δεν θα τα έγραφε όλα αυτά αν δεν υπερασπιζόταν αυτή την μικρή γωνιά που έχουμε όλοι μέσα μας, μα που οι περισσότεροι την ξεχνάμε : «τη γωνιά εκείνης της ζωής που ζούμε στο πλευρό των άλλων ανθρώπων». 

Απ’ όλες τις ιστορίες στο βιβλίο κι απ’ όλα τα ταξίδια που έκανα διαβάζοντάς το, κρατάω αυτή την ακρούλα, αυτήν την μικρή γωνιά, για να την υπερασπιστώ κι εγώ όσο μπορώ.

Άννα Καλαλή: Παρουσίαση του βιβλίου «Αναχαράξη» της Ηρώς Τσάρνα (5/10/2024)

Το Σάββατο 5 Οκτωβρίου, στο γραφικό θεατράκι του παραδοσιακού ξενώνα «Αγριόλυκος» στα Θέρμα, πραγματοποιήθηκε η παρουσίαση του νέου βιβλίου της Ηρώς Τσάρνα, «Αναχάραξη». Η εκδήλωση φιλοξένησε τις ομιλίες της Άννας Πλακίδα, της Άννας Καλαλή, της Βούλας Μανώλαρου και της ίδιας της συγγραφέως.

Παρακολουθήστε τη βίντεο μετάδοση της παρουσίασης

 

Οι Εκδόσεις Νίκας – Ελληνική Παιδεία Α.Ε., στο σημείωμά τους για την Ηρώ Τσαρνά, αναφέρουν:

Η Ηρώ Τσαρνά γεννήθηκε στον Άγιο Κήρυκο Ικαρίας. Πήγε σχολείο στην Αθήνα (Πατήσια, Κυψέλη). Είναι απόφοιτος του τμήματος Ελληνικής Φιλολογίας (Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο) και Γαλλικής Φιλολογίας (Γαλλική Ακαδημία, Λογοτεχνική Μετάφραση στη Γαλλική Ακαδημία. D.E.A. Doctorat Strasbourg II). Μετεκπαιδεύτηκε στη ΣΕΛΜΕ (Σχολή Επιμόρφωσης Λειτουργών Μέσης Εκπαίδευσης). Συνεργάστηκε επί διετία με εκδόσεις και συνέβαλε στη συγγραφή κειμένων για τη Λογοτεχνία σε Γυμνάσιο και Λύκειο, καθώς και στον τόμο Βιογραφίες, Εργογραφίες Ελλήνων συγγραφέων. Εργάστηκε για σειρά ετών σε σχολεία της Ελλάδας και επί μια πενταετία στο Λουξεμβούργο.

Έχει εκδώσει πέντε ποιητικές συλλογές, δυο νουβέλες, ένα θεατρικό, έχει μεταφράσει κείμενα από τα γαλλικά (φιλοσοφία, ποίηση, πεζογραφία) και ένα ακόμη κείμενο μετάφρασης βρίσκεται προς έκδοση. Επιμελήθηκε: α) Ανθολογία Ικάριων ποιητών) συγγραφή και επιστημονική επιμέλεια, μαζί την με Τούλα Σπανού, Τα Δελφικά Παραγγέλματα στο μονοπάτι της Ικαρίας. Συμμετείχε σε τρία βιβλία: α) D’ une frontière à l’ autre… β) Αριστείδης Ε. Φουτρίδης, γ) Από τη Σαπφώ έως την Έμιλυ Ντίκινσον, Γυναίκες ποιήτριες μέσα στον χρόνο και περιοδικά: Σεμινάριο της Π.Ε.Φ., Φιλολογική της Π.Ε.Φ., Διαβάζω, Ομπρέλα, Νέα Εστία, Οδός Πανός, Έρευνα, Μεθόριος του Αιγαίου, Αιολικά Γράμματα, καθώς στα διαδικτυακά Χάρτης, Frear. Πήρε μέρος σε Συνέδρια Νεοελληνιστών στην Ελλάδα, στη Γαλλία, στη Ρουμανία και στην Αυστραλία όπως και σε Συνέδρια της Π.Ε.Φ. (Πανελλήνια Ένωση Φιλολόγων) για τον Ελύτη, τον Ηρόδοτο και τον Όμηρο.

Η Ηρώ Τσαρνά, με την ευκαιρία της έκδοσης του νέου της βιβλίου, είχε δηλώσει τον περασμένο Φεβρουάριο στο Ράδιο Ικαρία 87,6 FM:

“Διήγημα, νουβέλα; Θα έλεγα μια σπονδυλωτή αφήγηση, ξεχωριστά τμήματα που δένουν μεταξύ τους με κοινούς παρονομαστές, βιώματα, στο νησί ή στην πόλη, σκέψεις, κυρίως λέξεις, εικόνες, συναισθήματα.

Η πρόζα πλαισιώνεται και από ποιήματα που συναινούν στο γενικότερο κλίμα του βιβλίου.

Πρωταγωνιστούν πρόσωπα και πράγματα, μνήμες που αγγίζουν το παρελθόν, ενισχύουν το παρόν και τροφοδοτούν το μέλλον.

Μια ραχοκοκαλιά αποτίμησης στιγμών, της ζωής της ίδιας, εμφορούμενης από λύπη, νοσταλγία, ανοιχτά ερωτήματα και πολλή αγάπη.

Όσα, μέσα στον χρόνο, δεν πετάς, στο καλάθι, να το πούμε των αχρήστων; ας το πούμε καλύτερα των αδιάφορων.

Όλα αυτά γραμμένα με μελάνι τίντα, που πάει να πει, κάπως ψιθυριστά, πάντως όχι φωναχτά!”

- Advertisement -spot_img

More articles

Subscribe
Notify of
guest

0 Comments
Oldest
Newest Most Voted
Inline Feedbacks
View all comments
- Advertisement -spot_img

Latest article

- Advertisement -spot_img